- θέλω
- (AM θέλω και ἐθέλω)1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.)2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ' ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.)3. απαιτώ, αξιώνω, διατάζω («θέλει καλά και σώνει» — απαιτεί)νεοελλ.1. επιχειρώ, προσπαθώ, δοκιμάζω, («θέλησε να μάς εξοντώσει, αλλά δεν τό κατόρθωσε»)2. συγκατατίθεμαι, δέχομαι («δεν θέλει να κουβεντιάσουμε»)3. δέχομαι ως σύζυγο ή ως εραστή («αυτόν δεν τόν θέλει η κόρη μου»)4. μού αξίζει κάτι, είμαι άξιος για κάτι («θέλει ξύλο»)5. ζητώ, γυρεύω, ψάχνω («ποιόν θέλετε;»)6. οφείλω, χρωστώ («κάτι λίγα σού θέλω ακόμη και ξόφλησα»)7. φρ. α) «θέλεις δε θέλεις» ή «θέλεις και δε θέλεις» ή «είτε τό θέλεις είτε όχι» ή «θέλοντας και μη» — με τη θέληση σου ή χωρίς αυτήν, εκουσίως ή ακουσίωςβ) (για γυναίκα) «τά θέλει» — είναι πρόθυμη για ερωτοτροπίεςγ) «λίγο ήθελε (ακόμη)» — παραλίγο, λίγο έλειψεδ) «το καλό που σού θέλω» — σε προειδοποιώ ή σε συμβουλεύωε) «θέλω να πω» — εννοώστ) «τί τά θέλεις» ή «τί τά θες, τί τά γυρεύεις» — όπως κι αν έχει το πράγμα, ούτως ή άλλωςζ) «δεν τό ήθελα» — έγινε χωρίς τη θέληση μουη) «θέλεις... θέλεις» ή «θέλει... θέλει» — είτε, είτε («θέλεις κάτσε, θέλεις φύγε»)8. παροιμ. α) «όποιος δε θέλει να ζυμώσει πέντε μέρες κοσκινίζει» — γι' αυτούς που αναβάλλουν ή αποφεύγουν να κάνουν κάτι, ιδίως κοπιαστικόβ) «ποιός στραβός δε θέλει το φως του» — όλοι επιθυμούν τα ωφέλιμαγ) «το καλό που μέ θέλεις να τό 'χεις» — γι' αυτούς που υποκρίνονται ότι επιζητούν το συμφέρον κάποιου, ενώ συμβαίνει το αντίθετοδ) «πε του, πε του το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει» — με την επιμονή κερδίζεις αυτήν που αγαπάςε) «θέλει τριανταεννιά να τό κάμει γρόσι» — γι' αυτούς που στερούνται τα αναγκαία και αισιοδοξούνστ) «να βάνω θέλω φούντα στα παλιά μου τα τσαρούχια» — για ουτοπικές προθέσεις ή σχέδιαζ) «ως θέλεις τα δε γίνονται, θέλε τα κι ως γίνονται» — πρέπει να συμβιβάζεται κάποιος με τις καταστάσεις, ακόμη και όταν δεν γίνονται αυτά που επιθυμείη) «ήθελα να 'χω τά 'θελα και τά 'χω να μην έχω» — γι' αυτούς που επιζητούν κάτι και, όταν τό αποκτήσουν, δεν τό επιθυμούν πιανεοελλ.-μσν.1. ζητώ κάτι από τη φύση μου, έχω ανάγκη («η γλάστρα θέλει πότισμα»)2. έχω έλλειψη από κάτι, χρειάζομαι («θέλω ακόμη χίλιες δραχμές»)3. φρ. «θε να» — θαμσν.-αρχ.(σε δυνητική χρήση, θέλω με απαρέμφατο για δήλωση τού μέλλοντος) πρόκειται να... («εἰ ὦν ἐθελήσει ἐκτρέψαι το ῥέεθρον ὁ Νεῖλος», Ηρόδ.)αρχ.1. επιτρέπω («ἐθελήσεις τί μοι οὖν, ὦ πάτερ, ἤν σοῦ τι δεηθῶ», Αριστοφ.)2. (με άρνηση) δύναμαι, μπορώ («μένος καὶ χεῖρας Ἀχαιῶν μίμνειν οὐκ ἐθέλεσκον ἐναντίον», Ομ. Ιλ.)3. είμαι εκ φύσεως τέτοιος ώστε..., συνηθίζω να («αἱ πλευραὶ οὐκ ἐθέλουσι εἰς τὸ εὐρὺ αὔξεσθαι», Ιπποκρ.)4. ισχυρίζομαι, υποστηρίζω («αυτοί δέ Ἀρκάδες ἐθέλουσιν εἶναι τῶν ὁμοῡ Τηλέφῳ διαβάντων εἰς τὴν Ἀσίαν», Παυσ.)5. φρ. «τί ἐθέλει λέγειν» ή «τί ἐθέλει» — τί θέλει να πει, τί σημαίνει.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. εθέλω με σίγηση τού προτονικού φωνήεντος ήδη στους αρχ. χρόνους. Στη νέα ελλ. έχουν επιβιώσει, ωστόσο, αρκετά παράγωγα και σύνθετα με το θ. εθελ-. Η γλώσσα τού Ησυχίου φαλίζειθέλει επιτρέπει την υπόθεση ότι ο αρχικός φθόγγος της άγνωστης ΙΕ ρίζας θα πρέπει να ήταν χειλοϋπερωικό *gwh- και μαζί τη σύνθεση τής λ. με το αρχ. σλαβ. želej-, želěti «επιθυμώ». Ορισμένοι τή συνδέουν με το αρμ. gelĵ «επιθυμία» (< *ĵelĵ, με ανομοίωση). Οπωσδήποτε, παραμένει σκοτεινή η προέλευση τού αρχικού φθόγγου ε- της αρχ. ελλ. Ως α' συνθετικό εμφανίζεται με τη μορφή εθελο- και τις σημασίες «εκούσιος» και «προσποιούμενος». Για τη σημασιολογική σχέση τού εθέλω με το βούλομαι, βλ. το τελευταίο.ΠΑΡ. εθελοντής, εθελοντ(ε)ί, εθελούσιος, θέλημα, θέληση, θελητήςαρχ.(ε)θελημός, εθελήμων, εθελοντήρ, εθελόντως, θέλεος, θελήμη, θελημοσύνη, θελητός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) εθελοδουλεία, εθελόδουλος, εθελοδούλως, εθελοκακία, εθελόκακος, εθελοκακώαρχ.εθελακρίβεια, εθελακριβής, εθελάστειος, εθέλεχθρος, εθελεχθρώ, εθελέχθρως, εθελήσυχος, εθελοακρότης, εθελοβλέπω, εθελοβοηθώ, εθελοδιδάσκαλος, εθελοδικαιοσύνη, εθελοδόκησις, εθελοδοξία, εθελοδουλώ, εθελοευλάβεια, εθελοθρησκεία, εθελοθρησκευτικός, εθελοθρησκεύω, εθελοκάκησις, εθελοκάκως, εθελόκαλος, εθελοκίνδυνος, εθελοκινδύνως, εθελοκωφία, εθελόκωφος, εθελοπερισσοθρησκεία, εθελοπονία, εθελόπονος, εθελόπορνος, εθελοπρόξενος, εθελοσέβεια, εθελοσοφία, εθελόσοφος, εθελόσυχνος, εθελοταπεινοφροσύνη, εθελουργία, εθελουργός, εθελουργώ, εθελουργώς, εθελοφιλόσοφος(αρχ. -μσν.) εθελοκωφώ, εθελότρεπτοςμσν.εθελοθρησκώ, εθελόθυτος, εθελοκακούργος, εθελόρμητος, εθελοσφαγούμαι, εθελοψυχώνεοελλ.εθελαπάτη, εθελοδουλεύω, εθελοθυσία. εθελοκωφεύω, εθελότυφλος, εθελοτυφλώ. (Β' συνθετικό) αρχ. συν(ε-) θέλω, κακοθέλωνεοελλ.καλοθέλω, ματαθέλω, μισοθέλω, ξαναθέλω, παραθέλω, πολυθέλω].
Dictionary of Greek. 2013.